- επεισάγω
- ἐπεισάγω (Α) [εισάγω]1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.)2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» — επινόησε νέα πανουργία, Πολ.)3. φέρνω επί πλέον («ἐπεισῆγε τράπεζαν δευτέραν», Αντιφάν.)4. εισάγω, παρουσιάζω δράμα στο θέατρο μετά από κάτι άλλο («τῶν τραγικῶν τῶν μετὰ ταῡτα ἐπεισαγόντων»)5. μέσ. επεισάγομαιπαίρνω κάποιον μαζί μου εκτός από τους άλλους («ἐπεισαγόμένος νέους ἑταίρους», Πλάτ.)6. παθ. έρχομαι, καταγράφομαι πρόσφατα («οἱ ἐπεισαχθέντες» — αυτοί που πρόσφατα καταγράφηκαν ως πολίτες).
Dictionary of Greek. 2013.